- μυοφόνον
- μυοφόνονwolf's baneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυοφόνου — μυοφόνον wolf s bane neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοκτόνος — ο (ΑΜ μυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος είδος τού φυτού ακονίτου, το… … Dictionary of Greek
μυοφόνος — μυοφόνος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια αρχ. αυτός που σκοτώνει ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο φόνος] … Dictionary of Greek